- παραθέριση
- η [παραθερίζω]παραθερισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραθέριση — η η παραμονή στην εξοχή κατά το καλοκαίρι, παραθερισμός, ξεκαλοκαίριασμα: Η παραθέριση στο βουνό ωφελεί τα καχεκτικά παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθέρισμα — το βλ. παραθέριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθερισμός — ο καλοκαιριάτικη διαμονή στην εξοχή, βλ. παραθέριση: Με τα έκτακτα γεγονότα το καλοκαίρι του 1974 διακόψαμε όλοι τον παραθερισμό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)